- δαγκανιά
- ηβλ. δαγκωνιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαγκανιά — η [δαγκάνω] 1. το δάγκωμα 2. η δαγκωματιά … Dictionary of Greek